Περπατούμε στα στενορύμια του Δουργουτιού χωρίς να μιλούμε. Πηγαίνουμε άκρη –άκρη, ο ένας πίσω από τον άλλον. Στη μέση του σοκακιού τρέχουν τα βρομόνερα της πλύσης και του νεροχύτη. Μπαίνουμε μέσα σ’ένα καφενείο γεμάτο κόσμο. Τους λέγω λίγα λόγια για την πολιτική σημασία των Δημοτικών εκλογών. Οι άνθρωποι που είναι μέσα κουνούν το κεφάλι. Μια σπίθα στο βλέμμα τους με ενθαρρύνει. Λίγο πιο πέρα μπαίνουμε σ’ένα κουρείο – παράγκα. Στον τοίχο μεγάλες φωτογραφίες του «Μαύρου Καβαλάρη» και του «Λευτέρη». Κάποτε όλου αυτοί που τώρα κατοικούν στο Δουργούτι, είχαν ακουμπήσει πάνω στο όνειρο της «Μεγάλης Ιδέας» του «Λευτέρη». Τώρα το όνειρο – γίγας αργοπεθαίνει μέσα στις προσφυγικές παράγκες. Παίρνουμε πάλι το στενορύμι. Περπατούμε προσεχτικά ο ένας πίσω από τον άλλον. Και δε μιλούμε.
Κείμενο: Πέπη Δαράκη, «Τα χρυσοϋφαντα όνειρα της Ροδόκλειας», εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2003, σελ 7-15
Πηγή Φωτογραφίας: Αρχείο Περιοδικού Αρμενικά
Σημείο στον χάρτη: Φανοσθένους και Ντουρμ
Έτυχε τότε να πέσει στα χέρια μου και η αίτηση του Αλέκου, που ήτανε στενός, αδελφικός μου φίλος. Πήγαινα ταχτικά στο σπίτι του, στο Δουργούτι, ερχότανε κι αυτός πολύ συχνά στο δικό μου, ήξερα καλά την οικονομική κατάσταση της οικογένειάς του, μου φάνηκε λοιπόν από μιας αρχής παράλογο να πάω για εξακρίβωση. Κι όμως, κρατούσα την αίτηση του κι όλο ανέβαλα την έγκρισή της, τη στιγμή που σε χρόνο ανύποπτο, πριν από δυο μήνες, όταν η μητέρα του με κέρασε τσάι με μαύρα παξιμάδια, πρόσεξα πως δεν έβαλε ζάχαρη στο ποτήρι της κι όταν πήρα το κουταλάκι, είδα πως δεν ήταν ασημένιο.
Προσπάθησα να συνεχίσω την κουβέντα σα να μην συνέβαινε τίποτα, φαίνεται πως κοίταζα επίμονα το φτηνό, μαυρισμένο απ’την πολυκαιρία κουταλάκι, τόσο επίμονα, ώστε η μητέρα του Αλέκου δεν κρατήθηκε τελικά και θεώρησε υποχρέωσή της να μου εξηγήσει ότι μόλις τις προάλλες πουλήσανε το ασημένιο τους σερβίτσιο – σα να κοκκίνησε μάλιστα, λέγοντάς το.
Κείμενο: Άρης Αλεξάνδρου, «Το Κιβώτιο», εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2012, σελ 97
Πηγή Φωτογραφίας: Δημήτρης Ζαχαράκης
Σημείο στον χάρτη: Ντυμόν 7
Ποτέ δε θα ξεχάσω μέσα στους καυγάδες αυτούς που έκαναν οι ντόπιοι με τους πρόσφυγες, για να στήσουν τα αντίσκηνά τους οι πρόσφυγες, ένα γέρο πρόσφυγα καθισμένα απάνω σε ένα μπόγο, κρατώντας μια ελληνική σημαία διπλωμένη και να τραγουδάει τον Εθνικό Ύμνο.
Οι άλλοι οι οποίοι καυγαδίζανε για να μην τους πάρουν τα χωράφια είχανε ξεχάσει και τον εθνικό ύμνο και τα πάντα. Εμένα όμως μου έμεινε μέχρι σήμερα ο γέρος αυτός με τη σημαία την ελληνική, πάνω στο μπόγο της προσφυγιάς του, να τραγουδάει τον εθνικό ύμνο. Κατάλαβα ότι αυτοί ήντουσαν πολύ πιο έλληνες από μας. Από τότε, ποτέ δε τους εγκατέλειψα και δε με εγκατέλειψαν.
Κείμενο: απόσπασμα από την εκπομπή «Μονόγραμμα», αφιερωμένη στον Α.Τάσσο, σκηνοθεσία Σ.Λαμπρόπουλος, ΕΡΤ ΑΕ, 1/1/985
Πηγή Φωτογραφίας: Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας: Στέγασις Αστών Προσφύγων, το έργο της εξαετίας 1952 -1957
Σημείο στον χάρτη:
Πήγα, βρήκα το Λοράνδο, με δέχτηκε ευγενέστατα ο άνθρωπος, και μου έδωσε το βοηθό του, έναν Αρμένη καμιά εικοσαριά χρονών, με μια άσπρη μπλούζα πολύ πιο μακριά από το μπόι του, και μας οδήγησε να πάμε στον αρμένικο συνοικισμό προσφύγων που ήταν στο Δουργούτι. Εκεί, λέει, μέσα τις ξύλινες παράγκες των προσφύγων φώλιαζαν κορεοφάγες αράχνες. Είναι μικρές, ανοιχτόχρωμες μπεζ, και έχουν τρεις μαύρες γραμμές στη ράχη τους. Δεν κάνουν ιστό, κάνουν κουκούλι στις γωνιές των τοίχων.
Πήγαμε εφοδιασμένοι με γυάλινα κουπάκια και αρχίσαμε να μαζεύουμε. Όμως αυτός ο παλαβός ο Αγκόπ, αντίς να εξηγήσει στους ανθρώπους τι θέλαμε, άρχισε να ορμά από τις ανοιχτές πόρτες ίσα μέσα στις παράγκες τους και να κυνηγά τις αράχνες. Τρομαγμένοι οι Αρμένηδες χτύπησαν την καμπάνα της ξύλινης εκκλησιάς του συνοικισμού, και μαζεύτηκε κόσμος στην πλατεία. Εμείς με δυσκολία καταφέραμε να ξεφύγουμε από το πίσω μέρος του συνοικισμού, αποκομίζοντας πέντε αράχνες μέσα σε ποτηράκια.
Κείμενο: Μαρία Ιορδανίδου, Του κύκλου τα γυρίσματα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1980, σελ 25 -26
Πηγή Φωτογραφίας : Αρχείο Περιοδικού Αρμενικά
Σημείο στον χάρτη: Κοντά στην δωδεκαώροφη πολυκατοικία
Σκοτώσαμε την ώρα μας τριγυρνώντας μέσα στη γειτονιά, απορώντας όχι τόσο για τη βρωμιά, όσο για τη συγκινητική προσπάθεια των ανθρώπων να στολίσουν τα άθλια καλύβια τους. Μόλο που ήταν φτιαγμένα από σκουπιδαριό, έβρισκες εδώ πιότερη χάρη και χαρακτήρα παρά σε μια καινούρια πόλη. Σου έφερνε στο νου βιβλία, εικόνες, όνειρα, θρύλους, σου θύμιζε ονόματα σαν του Λιούς Κάρολ, Ιερώνυμου Μπος, Μπρέγκελ, Μαξ Ερνστ, Χανς Ράιχελ, Σαλβαντόρ Νταλί, Γκόγια, Τζιόττο, Πάουλ Κλεε, για να αναφέρω μερικούς μόνο. Μέσα από τη φοβερή φτώχεια και τον πόνο έβγαινε μια φλόγα που ήταν ιερή, σου έδινε αμέσως ένα αίσθημα σεβασμού. Δε σου ερχόταν καθόλου να γελάσεις σαν έβρισκες μια μισογερμένη παράγκα να χη ένα λιακωτό φτιαγμένο από τενεκέδες.
Κείμενο: Henry Miller, Ο Κολοσσός του Αμαρουσίου, εκδόσεις Πλειάς, Αθήνα 1971, σελ 180-182
Πηγή Φωτογραφίας : Παραχώρηση από Πόπη Χαριτάκη
Σημείο στον χάρτη: Μεταξύ Σφιγγός, Κασομούλη, Σμιθ
Μοναχός είμαι και πάλι στο κελί μου
Σαν χθες, και σαν προχθές
Συντροφιά μου τα βιβλία κι η συλλογή μου
Σαν χθες, και σαν προχθές
Να με δει κανένας φίλος μου δεν ήρθε
Σαν χθες, και σαν προχθές
Μήτε, μάλιστα, κι επρόσμενα κανέναν,
Σαν χθες, και σαν προχθές
Μόνον ο ήλιος με χαιρέτισεν, ο ήλιος
Σαν χθες, και σαν προχθές
Κι έγειρ’ έπειτα και κρύφτηκε στο λόφο
Σαν χθες, και σαν προχθές
Σφαλισμένη έμειν’η πόρτα μου ως το βράδυ,
Σαν χθες, και σαν προχθές
Φωνή ξένη στο κελί μου δε γρικήθη
Σαν χθες, και σαν προχθές
Μοναχός είμαι ξανά, με την καρδιά μου
Σαν χθες, και σαν προχθές
Κι είναι τόση η ευτυχία κι η χαρά μου
Σαν χθες, και σαν προχθές
Κείμενο: Βασκέτ Εσαγιάν, Σαν χθες και σαν προχθές, από την ανθολογία «Αρμένικη Μούσα» του Κούλη Αλέπη
Πηγή Φωτογραφίας: Αρχείο περιοδικού Αρμενικά
Σημείο στον χάρτη: Τετράγωνο Γ, αριθμός 32
Η ταινία «Ένας άντρας με φιλότιμο» (η αλλιώς το «Χαμίνι», όπως ήταν ο εναλλακτικός τίτλος της) βγήκε στις αίθουσες το 1960, σε σκηνοθεσία και σενάριο του Οδυσσέα Κωστελέτου. Παρά το κοινότυπο του θέματος και της πλοκής της, η ταινία παρουσιάζει ενδιαφέρον χάρη στα γυρίσματα στον συνοικισμό του Δουργουτιού, καθώς στο φιλμ έχουν αποτυπωθεί, παράλληλα με τους ηθοποιούς, και αυθεντικές σκηνές από την καθημερινότητα της γειτονιάς.
Φωτογραφία: βίντεο από την ταινία
Σημείο στον χάρτη: Σμιθ και Φανοσθένους
Η λεωφόρο Συγγρού, το γιοφύρι με τους δυο κόλπους και τις δυο κορυφές
που μας δοκίμαζε και τη δοκιμάζαμε, αφήνοντας τις προσεχτικές γραφές,
ώσπου να βρούμε τη θάλασσα γεμάτη πίκρα και στοργή, γαλήνια, γαλάζια
γραμμένη μέσα σε νησιά, στολισμένη με βαπόρια και καράβια.
Η Λεωφόρο Συγγρού πλατιά και μυστική κρύβοντας
κι αργοπορώντας κι έπειτα δείχνοντας ξαφνικά
το κορμί της γοργόνας γυμνό με ξέπλεκα ως τον ορίζοντα μαλλιά,
με δέρμα τριανταφυλλί βυθισμένο λιγάκι μέσα στο κρασάτο νερό,
με το στήθος αναγυρτό και κόκκινο στην άκρη καθώς έπαιρνε να βασιλέψει ο ήλιος
ο δρόμος με τις φρόνιμες πιπεριές, αλλά ο δρόμος που μας έμαθε τη γυμναστική
ν’ αφήνεις κάποτε τους φίλους, την αγάπη και την μουσική
για να ξεκινήσεις χωρίς να ξέρεις που θα σε βγάλει η άκρη.
Κείμενο: Γιώργος Σεφέρης, Λεωφόρος Συγγρού Β [απόσπασμα], από τα «Τετράδια Ημερολογίου» του Γιώργου Θεοτοκά, εκδόσεις Εστία, Αθήνα 2005, σελ 136 -138
Πηγή Φωτογραφίας : Καρτ Ποστάλ της εποχής του μεσοπολέμου
Σημείο στον χάρτη: Συγγρού Ιντερκοντινένταλ
Ήταν βέβαιος πώς και στην περίπτωση του αυτουργού της κλοπής του Μουσείου θα γινόταν θα γινόταν ό,τι και με τους άλλους. Θα έπιαναν το όργανο και θα τους ξέφευγε ο εμπνευστής όλης της υποθέσεως, ο πραγματικός κύριος ένοχος. Όπως και έγινε. Η αστυνομία χρειάστηκε μόνο εικοσιτέσσερις ώρες για να ανακαλύψει το κρησφύγετο του ανθρώπου που είχε «γδύσει» το Μουσείο. Κρυβόταν στο σπίτι της νύφης του, ένα χαμόσπιτο στο Δουργούτι. Οι αστυνομικοί της Υπηρεσίας Διώξεως Κοινού Εγκλήματος μπλόκαραν το σπίτι νύχτα. Ο ανθρωπάκος, που κάτι μυρίστηκε, προσπάθησε να το σκάσει από το πίσω παράθυρο αλλά γρήγορα βρέθηκε στα χέρια των αστυνομικών. Επαγγελματίας διαρρήκτης –κι από τους άσους του είδους -, ο «Σπανός» όπως τον έλεγαν, τα είπε όλα, όταν είδε πως δεν υπήρχε ελπίδα να γλυτώσει. Όπως το συνηθίζουν άνθρωποι του είδους του, που βάζουν τη σύλληψη και τη φυλάκιση στα «κέρδη και ζημίαι» της δουλειάς τους, υπήρξε απολύτως ειλικρινής. Δεν έκρυψε τίποτε.
Κείμενο: Γιάννης Μαρής, Ίλιγγος, Εκδόσεις Άγρα, 2013, σελ 219
Πηγή Φωτογραφίας : Γιάννης Μαρής, Ίλιγγος, Εκδόσεις Άγρα, 2013, σελ 220
Σημείο στον χάρτη: Πλατεία Θυμάτων Καλαβρύτων
Ο Ιάκωβος Μοντανάρης ή Γιακουμής, όπως ήταν γνωστός στους κύκλους των μουσικών, ήταν αθηναίος ρεμπέτης με καταγωγή από την Ιταλία. Αν και τα πρώτα του τραγούδια τα έγραψε ήδη το 1915, το τραγούδι που τον καθιέρωσε ήταν η «Κακούργα Πεθερά» του 1935. Το τραγούδι του Μοντανάρη αντανακλά ένα έγκλημα που είχε συγκλονίσει την μεσοπολεμική Αθήνα, τον φόνο του Αθανασόπουλου από την πεθερά, την γυναίκα του και την υπηρέτρια του σπιτιού τους. Σύμφωνα με τον μελετητή Δημήτρη Σειραγάκη, ο δίσκος του Μοντανάρη πούλησε 50.000 αντίτυπα, σε μια εποχή που τα γραμμόφωνα δεν ξεπερνούσαν τα 15.000. Λέγεται ότι πολλοί αγόραζαν το δίσκο, προκειμένου να το σπάσουν επιδεικτικά μπροστά στις πεθερές τους. Από την επιτυχία της «Κακούργας Πεθεράς», ο Γιακουμής αγόρασε διαμέρισμα στη γειτονιά του Δουργουτιού.
Κείμενο: Γιώργος Θάνος, βασισμένο σε στοιχεία του Δημήτρη Σειραγάκη.
Σημείο στον χάρτη: Φιλινού
Το προσφυγικό συγκρότημα μοιάζει με ερειπωμένο μεσαιωνικό απομεινάρι. Χτίστηκε για να στεγάσει τα ρημάδια κάποιας παλιά απεγνωσμένης καταφυγής. Και όμως, η μοίρα αυτού του ετοιμόρροπου χωριού δεν άλλαξε από τότε. Μουχλιασμένοι υγροί τοίχοι. Μπαλώματα από τσιμέντο. Μικρά σκοτεινά παράθυρα. Κάγκελα. Τα στενά, πανομοιότυπα, κυψελοειδή διαμερίσματα είναι γεμάτα ξενομερίτες. Και στους στρωμένους με μωσαϊκό διαδρόμους αντηχούν αδιάλειπτα, παράξενες στον ήχο, μακρινές γλώσσες. Ένα χωριό φυτρωμένο στην άκρη της πόλης. Περίκλειστο. Αδιαπέραστο. Ξένο. Ένα χωριό φορτωμένο στην πλάτη της πόλης.
Ήταν εξαρχής ένα μέρος αλλότριο. Ένα στοιχειωμένο μέρος. Ενώ όλα γύρω του άλλαξαν, αυτό παρέμεινε αναλλοίωτο. Γερασμένο και ανάπηρο. Τοίχοι που τρίβονται σε λεπτή σκόνη, σίδερα που διαβρώνονται από την σκουριά. Και μια μυρμηγκιά ανθρώπων. Το προσφυγικό χωριό χτίστηκε για εκείνους που ξεβράστηκαν εδώ από τις ανατολικές επαρχίες. Οι περισσότεροι έχουν φύγει πια, ενσωματώθηκαν στη μητρόπολη, που πολιορκεί ασφυκτικά τα χαλασμένα αυτά λείψανα. Χάθηκαν εκείνοι οι πρώτοι ένοικοι. Και τη θέση τους πήραν άλλο, πρωτόφερτοι. Από αλλού.
Κείμενο: Χρήστος Χρυσόπουλος, Περίκλειστος Κόσμος, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2003, σελ 15-16
Σημείο στον χάρτη: Πλατεία Αρμενίας